- νήδυμος
- -η, -ο (ΑΜ νήδυμος, -ον)1. (για ύπνο) ήρεμος, βαθύς, αδιατάρακτος2. (γενικά) γλυκός, ευχάριστος, θελκτικός («νήδυμον ὕδωρ», Nόνν.)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο νήδυμοςο ύπνος («κοιμάται τον νήδυμο»)μσν.(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νήδυμαα) αδιατάρακταβ) ευχάριστα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νήδυμος στον Όμηρο ως επίθ. τού ύπνου προήλθε από συμπροφορά τής λ. ἥδυμος (< ἡδύς «ευχάριστος») με το τελικό -ν τής προηγούμενης λ. (στον στίχο ἔχεν ἥδυμος ὕπνος) και κακό χωρισμό τής λ. ως νήδυμος. Η λ. απαντά στην μτγν. ποίηση ως επίθ. στις λ. Μοῦσα, Ὀρφεύς, ὕδωρ, ἄνθος. Η σύνδεση, τέλος, τής λ. με νηδύς «κοιλιά» δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.